- ἐκγόνους
- ἔκγονοςborn ofmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
GORDIAS — an Periandri Corinthiorum Regis, ex Cypselidis II. frater, cuius fil. Periandro successisle legitur Psammetichi nomine, apud Aristotelem Polit. l. 5. c. ult. Sed refragatur Oraculum Cypselo datum, de quo supra ubi de Cypselo. Aristoteli tamen… … Hofmann J. Lexicon universale
HYLLUS — fil. Herculis ex Deianira, qui Iolem, patre mortuo, Herod. l. 7. c. 204. l. 8. c. 13. et Strabo l. 9. p. 427. uxorem duxit, ex ea pater Iolae. Ovid. Met. l. 9. v. 279. Ep. Heriod. 9. v. ult. Hic postea cum ceteris fratribus, qui ex Hercule… … Hofmann J. Lexicon universale
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek